- εὐπρόσφορος
- εὐπρόσφοροςeasily utteringmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπρόσφορος — εὐπρόσφορος, ον (ΑΜ) μσν. πρόσφορος, κατάλληλος αρχ. 1. αυτός που μιλάει εύκολα, που χρησιμοποιεί άνετα τη γλώσσα («εὐπρόσφορος ἐν τῇ Ρωμαίων φωνῇ») 2. (για τροφή) εύκολος στην αφομοίωση, θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρόσ φορος (< προσ φέρω)] … Dictionary of Greek
εὐπρόσφορον — εὐπρόσφορος easily uttering masc/fem acc sg εὐπρόσφορος easily uttering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)